ένα σπάνιο Montecristo κι ένας φόνος...
Αθήνα 31 Δεκεμβρίου 1999
Εκείνη η παραμονή πρωτοχρονιάς έμοιαζε διαφορετική από τις άλλες.
Και πώς να μην ήταν, σε λίγες ώρες άλλαζε όχι μόνο ο χρόνος αλλά κι ένας ολόκληρος αιώνας, με τον γέρο-εικοστό να παραδίδει τη σκυτάλη στο νεανία εικοστό πρώτο πλήρης καταστροφών και θριάμβων.
Κατά τα άλλα, η Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου του Σωτηρίου έτους 1999 ήταν άλλη μια μέρα στη δουλειά για τον επιθεωρητή Επίκουρο Παρταγίδη. Το κινητό του που χτύπησε ακριβώς 09:13 το πρωί, τον βρήκε στη Βουκουρεστίου, την ώρα που έκανε πρωτοχρονιάτικο δώρο στον εαυτό του μια κούτα Montecristo No.7 την αγαπημένη του μακριά λεπτή πανετέλα, που τα ζωντόβολα της Χαμπάνος Ες-Έι είχαν καταργήσει απροσδόκητα τον προηγούμενο χρόνο.
Στη γραμμή ήταν η βραχνή φωνή της Βιργινίας Δεκαβάλα, ελεύθερης από πεποίθηση σαρανταπεντάρας υπαστυνόμου που φορούσε ζαρτιέρες μέχρι και στις παρελάσεις κι η περδικούλα της πετούσε ακόμα φωτιές και λάβρες. Μετά από ένα αυστηρά υπηρεσιακό «καλημέρα και χρόνια πολλά κ. επιθεωρητά» που ακούστηκε σαν να έκρυβε κάποιο παρασκήνιο, τον πληροφόρησε πως υπήρχε πτώμα και υπόθεση.
Το ενδιαφέρον της σκηνής βρισκόταν στο ότι ο νεκρός ήταν ντυμένος Άγιος Βασίλης κι ότι στα χέρια του κρατούσε έναν σάκο με ξύλινα παιχνίδια, ανάμεσα στα οποία βρέθηκαν τρία κοφίνια κουλέμπρες παρταγάς με έξι κομμένα αυτιά τοποθετημένα ανά ζευγάρι σε κάθε κοφίνι. Όλα αυτά μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο κάτω, στο δωμάτιο 367 του ξενοδοχείου Stanley στην πλατεία Καραϊσκάκη απέναντι από το Περοκέ.
«Πείτε μου ότι θα πληρώσετε σε ευρώ κύριε επιθεωρητά, άκουσα πως άρχισαν να κυκλοφορούν στην αγορά, αλλά δεν έχω δει κανένα ακόμα» είπε με έντεχνη κοκεταρία η απαστράπτουσα κ. Μπαλή δείχνοντας τα κατάλευκα δόντια της.
«Προς το παρόν ελληνικές δραχμές για τις Αβάνες μου κυρία Μαίρη» απάντησε ανταποδίδοντας το χαμόγελο ο Επίκουρος, κι αφού ευχήθηκε ολοψύχως καλό millennium στη μαθητεύσασα παρά Zino εξέχουσα tobacconist (*) κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
«Διάβολε, 257.000 δραχμές! τα χρυσοπλήρωσα!!» είπε μέσα του βγαίνοντας, μάλλον απλά για να το πει.
Μπήκε σ’ ένα ταξί και κατηφόρισε την Πανεπιστημίου. Αν και νωρίς ακόμα, οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο που έτρεχε να τελειώσει τις τελευταίες δουλειές της τελευταίας μέρας του τελευταίου χρόνου του αιώνα. Η ατμόσφαιρα ήταν φουλ εορταστική, κάτι που μύριζες στον αέρα στον οποίο πλανιόταν μια προσμονή στα όρια της αποκάλυψης για όσα θα έφερνε η νέα χιλιετία.
Το ραδιόφωνο με φουλ subwoofer έπαιζε στη διαπασών το «ασανσέρ» του Βαλάντη καθώς έστριψαν στην Ομόνοια για να μπουν Αγίου Κωνσταντίνου που προχωρούσε σημειωτόν. Κάτι που συνετέλεσε δραματικά στο να χρειαστούν ένα ολόκληρο τέταρτο μέχρι να διανύσουν τις λίγες εκατοντάδες μέτρα που έμεναν ως το Stanley, χρόνο που ο σαρανταπεντάρης επιθεωρητής πρόσφερε στο μικρό παιδί μέσα του αφήνοντας το να χαθεί για λίγο στα πολύχρωμα λαμπιόνια και τις γιορτινές βιτρίνες των καταστημάτων.
Φτάνοντας στο ξενοδοχείο, παρκαρισμένο πίσω από ένα λουξ πούλμαν ήταν το εκατό, με το αναμμένο του καρούμπαλο να διαχέει στο φως της μέρας αδύναμες μπλε και κόκκινες δέσμες. Ένας μπάτσος με στολή και κοιλιά οχτώ μηνών πλησίασε αναγνωρίζοντας τον Παρταγίδη.
«Είναι η σήμανση και το εγκληματολογικό πάνω κ. επιθεωρητά, έχει έλθει κι ο ιατροδικαστής» είπε με λεκιασμένη απ’ το τσιγάρο φωνή.
Ο Επίκουρος μπήκε στο εσωτερικό του ξενοδοχείου από την κυλιόμενη πόρτα και μ’ ένα νεύμα χαιρέτισε τους δύο ρεσεψιονίστ δείχνοντας την ταυτότητα του.
«Τρίτος όροφος αστυνόμε, δωμάτιο 367. Θα σας οδηγήσει ένας γκρουμ πάνω» του είπε ο ένας απ’ τους δύο, με λαδωμένο μαλλί, σκούρα επιδερμίδα και τσιγκούνικο μπόι, που το κεφάλι του ίσα που ξεπερνούσε το ύψος του γκισέ.
Ακολουθώντας τον γκρουμ χάζεψε για λίγο ένα γκρουπ κατάξανθες νεαρές καλλονές - σκανδιναβές εκατό τοις εκατό - που ετοιμάζονταν για τουρ στα αξιοθέατα με το πούλμαν που περίμενε έξω.
«Από Νορβηγία κυρ αστυνόμε» ψιθύρισε συνομωτικά ο γκρουμ που φορούσε στολή στρατάρχη του τέταρτου ράιχ.
Στάθηκαν περιμένοντας το ασανσέρ, όταν ο επιθεωρητής άρχισε να έχει την ισχυρή αίσθηση πως κάτι παράξενο συμβαίνει με το αγόρι, χωρίς να μπορεί να το προσδιορίσει. Θα στοιχημάτιζε μάλιστα πως για μια αδιόρατη στιγμή είδε τα μάτια του να γίνονται κατακόκκινα κι ύστερα με αστραπιαία ταχύτητα να αλλάζουν σε αστραφτερό μπλε.
Η πόρτα άνοιξε μπροστά τους και το αγόρι - στρατάρχης πάτησε το «3» την ώρα που το μυαλό του Παρταγίδη προσπαθούσε να χωρίσει αίσθηση και παραίσθηση. Ένα δευτερόλεπτο μετά, συνειδητοποίησε πως κατέβαιναν αντί να ανεβαίνουν. Πριν προλάβει όμως να πει ή να κάνει κάτι, ένιωσε τα μέλη του να παραλύουν και μια όμορφη ζεστασιά να τυλίγει το κεφάλι του κι ολόκληρο το σύμπαν. Το τελευταίο πράγμα που είδε πριν κοιμηθεί βαθιά, ήταν η σύριγγα στο χέρι του γκρουμ. Λεπτή σαν τρίχα από το κατάξανθο κεφάλι μιας από τις νορβηγίδες θεές.
(*)
βραβευθείσα δυο χρόνια μετά από τον Φιντέλ αυτοπροσώπως ως «Hombre del año» στο Festival del Habano 2002